- αμανετζής
- ο (θηλ. -ού)αυτός που τραγουδά αμανέδες (ευκαιριακά ή κατ’ επάγγελμα).[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. emanetci].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αμανετζής — ο πληθ. ήδες, θηλ. ού αυτός που τραγουδά αμανέδες ή οποιοδήποτε τραγούδι το τραγουδά σαν αμανέ: Πίστευε πως ήταν μεγάλος καλλιτέχνης ο μέτριος αυτός αμανετζής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)